- ενθρονισμός
- οβλ. ενθρόνιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐνθρονισμός — enthroning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθρονισμός — και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) [ενθρονίζω] η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο νεοελλ. εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ έναν χώρο μσν. 1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας 2. τίτλος τών προσοδίων* τού Πινδάρου 3. βιβλίο … Dictionary of Greek
ἐνθρονισμοῦ — ἐνθρονισμός enthroning masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθρονισμούς — ἐνθρονισμός enthroning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθρονισμόν — ἐνθρονισμός enthroning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Интронизация — Архиепископа Афинского Иеронима Инт … Википедия
Настолование — Интронизация (греч. ένθρονισμός) или настолование (славянская калька с греческого) торжественное чинопоследование (общественное богослужение), во время которого совершается возведение новоизбранного епископа (в ностоящее время предстоятелей… … Википедия
ενθρόνιση — και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) [ενθρονίζω] ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα» «παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῡ ναοῡ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.) … Dictionary of Greek
θρόνωσις — θρόνωσις, ἡ (Α) [θρονούμαι] ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων … Dictionary of Greek
ενθρόνιση — ενθρόνιση, η και ενθρονισμός, ο 1. η εγκατάσταση σε θρόνο. 2. η αναιδής παραμονή απρόσκλητου ατόμου σε κάποιο μέρος, το θρόνιασμα (αντίθ. εκθρόνιση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)